θυέλλειος

θυέλλειος
θυέλλ-ειος, α, ον,= sq., στροφάλιγγες Orac. ap. Suid.
A s.v. Ἰουλιανός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θυέλλειος — θυέλλειος, εία, ον (Α) [θύελλα] βλ. θυελλήεις …   Dictionary of Greek

  • θυελλείῃσι — θυέλλειος fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θύελλα — ἡ (ΑΜ θύελλα, Μ και θυέλλη) 1. σφοδρός άνεμος με βροχή, καταιγίδα, μπόρα (α. «κακὴ ἀνέμοιο θύελλα» β. «πυρὸς δ ὀλοοῑο θύελλαι» καταιγίδες με βροντές και κεραυνούς, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. ταραχή, σύγχυση, αναστάτωση νεοελλ. 1. μτφ. καταστροφή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”